ανδριαντοπλάστης

ανδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλάστης, ο (Μ)
εκείνος που πλάθει ανδριάντες με πηλό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανδριάντας — ο (AM ἀνδριάς, άντος) ομοίωμα άνδρα, ολόσωμο άγαλμα αρχ. 1. ανδρείκελο 2. ως επίθ. άφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδρίον. ΠΑΡ. αρχ. ανδριαντίσκος, αρχ. μσν. ανδριαντάριον. ΣΥΝΘ. ανδριαντοποιός, μσν. ανδριαντογλύφος, ανδριαντοεργάτης, ανδριαντοπλάστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”